- κολεκτομή
- ηιατρ. η μερική ή ολική εξαίρεση τού παχέος εντέρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colectomy < col- (< λατ. colon < κόλον) + -ectomy (< νεολατ. -ectomia < ἐκτομή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.